ἐψηφίσαντο

ἐψηφίσαντο
ψηφίζομαι
count
aor ind mp 3rd pl
ψηφίζω
count
aor ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐψηφίσανθ' — ἐψηφίσαντο , ψηφίζομαι count aor ind mp 3rd pl ἐψηφίσαντο , ψηφίζω count aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐψηφίσαντ' — ἐψηφίσαντο , ψηφίζομαι count aor ind mp 3rd pl ἐψηφίσαντο , ψηφίζω count aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • осоудити — ОСОУ|ДИТИ (176), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Осудить, выразить порицание: Осѹженѹ быти неже осѹдити. ни же поносити ѡбраштѧюштѫсѧ отъ || грѣхъ. (μὴ… κατακρίνειν) Изб 1076, 103–104; аще ѹбо ѹмъ ѡсѹдить зълобѹ. а ѡправьдить добрѹ дѣтель. то правѣ сѹдилъ ѥсть.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • προσενυφαίνω — Α [ἐνυφαίνω] υφαίνω ή κεντώ ανάμεσα κάτι επιπροσθέτως («ὁ... πέπλος ᾧπερ ἐψηφίσαντο μετὰ τοῡ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς προσενυφῆναι Δημήτριον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”